THE · LOCALS

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΖΩΝΗ ΤΟΥΜΠΑΝΟΥ ΜΑΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΤΗΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ “ΑΜΟΡΓΟΣ 2027”

ΤHE λocals  OΙ ντόπιοι 

Bασιλική Κοζώνη Τουμπάνου «Ίσως η ιδεαλιστική Αμοργός μου να είναι χίμαιρα. Ίσως όμως και όχι. Ποιός το ξέρει εκ των προτέρων, αν δεν το δοκιμάσει;»

συνέντευξη•φωτογραφίαΜαρίνα Τσαματσούλη

Συναντώ ένα σαββατιάτικο πρωινό στο σπίτι της την συγγραφέα Βασιλική Κοζώνη Τουμπάνου με αφορμή την καινούρια εκδοτική της δουλειά «Αμοργός 2027» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι. Το σπίτι αυτό είναι κυριολεκτικά φτιαγμένο με τα χέρια της, σε ύφος μποέμ, γεμάτο με έπιπλα από το πατρικό της που κληρονόμησε από τη μητέρα της, πίνακες που η ίδια έχει φιλοτεχνήσει, χειροποίητες καρναβαλικές μάσκες, φωτογραφίες των αγαπημένων της, περίτεχνα ασημένια διακοσμητικά αντικείμενα που της θυμίζουν την αγαπημένη της γιαγιά και πολλά, μα πολλά βιβλία παντού. Η Βασιλική Τουμπάνου μπορεί να μην έχει μια μακροχρόνια πορεία στο χώρο της συγγραφής ωστόσο αποδεικνύει σε κάθε της βήμα, ότι το ταλέντο της ως καλλιτέχνης και το άσβεστο πάθος της για την συγγραφή δεν έχει όρια

Αν μου έλεγαν να περιγράψω την προσωπικότητα αυτής της συζύγου, μητέρας, γιαγιάς, φίλης και καλλιτέχνιδος νομίζω ότι δεν θα μπορούσα εύκολα. Πάντα όμως, είχα την αίσθηση πως μέσα της στροβιλίζονται ιδέες, σκέψεις και εικόνες που έπρεπε να αρχίσει να τις αφηγείται μυθιστορηματικά. Και όταν αυτό έγινε, έγινε με επιτυχία προκαλώντας μας ένα σωρό συναισθήματαΣτο δεύτερο μυθιστόρημά της ανιχνεύουμε την Ιστορία, την πολιτική, τη δράση, την αγωνία, την τραγικότητα αλλά και την ποίηση.


•Τρίτο βιβλίο και θα ήθελα να μου περιγράψετε τα συναισθήματα, τις δυσκολίες και την αγωνία που νιώσατε μέχρι τη δημιουργία του.

Β.Τ. Το συναίσθημα που με κατέλαβε όταν ξεκίνησα να γράφω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήταν η αγωνία να προλάβω να τα πω. Γιατί αυτό το βιβλίο βγήκε σαν μια αγωνιώδης κραυγή από το μέσα μου άλγος. Μια κραυγή για την χαμένη Ελλάδα, τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Ήταν η κραυγή της Κλυταιμνήστρας προς τους Αχαιούς προκειμένου να αποτρέψει τη θυσία του κοριτσιού της που συντελέστηκε για τη δόξα -ή για τα συμφέροντα; -των Ελλήνων: «Κανείς δεν θ’ αντιδράσει απέναντι σ’ αυτό;».  Η δική μου Ιφιγένεια το φωνάζει σιωπηρά, αλλά εκκωφαντικά σε όλη την αφήγηση της ταραχώδους ζωής της, αλλά και της ταραχώδους Νεοελληνικής Ιστορίας της χώρας της, προκειμένου να θυμίσει στην θυμωμένη και κουρασμένη νεολαία του σήμερα, πως η Ιστορία πορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια στηριγμένη πάνω σε στείρους δογματισμούς και κίβδηλα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα… Ήθελα ακόμα με την κραυγή αυτή να ξορκίσω «το μαύρο» που μας παραμονεύει!

…Κι ακόμα να πω πως η ιστορία επαναλαμβάνεται με βασανιστική ταυτοσημία, από καταβολής κόσμου τόσο, που μοιάζει διαρκώς προβλέψιμη, γιατί δεν ακούσαμε τον Θουκυδίδη που είπε πως είναι διδασκαλία με παραδείγματα, έτσι ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα σφάλματα.

•Τι το ενδιαφέρον θα μάθουμε διαβάζοντας το νέο σας βιβλίο;

Β.Τ. Ενδιαφέροντα και συγκλονιστικά πράγματα για την ζωή πολλών πραγματικών αλλά και μυθοπλαστικών μορφών (που η δράση τους υποστηρίζεται από ιστορικά γεγονότα) και που η μικροϊστορία τους δομεί την μακροϊστορία του τόπου μας.

Ένα Εγχειρίδιο Ιστορίας που μέσα του περιλαμβάνει και την διαφορετική αντίδραση της εκάστοτε νεολαίας στις διάφορες χρονικές περιόδους. Ακόμα μαθαίνεις πολλά για το θέατρο- γιατί η ηρωίδα μας είναι αριστούχος του Εθνικού-, για την ποίηση, για πέτρινα χρόνια για «φίλους κι αδέρφια, γυναίκες, μάνες και παιδιά», για ονόματα που πέρασαν και έβαλαν σφραγίδα ανεξίτηλη στον παγκόσμιο και ντόπιο πολιτισμό των νεώτερων χρόνων από το 1948.

Μαθαίνεις για ήρωες με σάρκα και οστά που σκαρφάλωναν στην Ακρόπολη, υπό τον ήχο του όπλου, χωρίς να είναι Spidermans. Για ήρωες που ερωτεύονταν κεραυνοβόλα και για πάντα, χωρίς… πυροτεχνήματα και γαμήλιους όρκους.

Μαθαίνεις για ένα πραγματικό «Παραμύθι χωρίς όνομα», που αναδομεί τη ζωή μιας κοινότητας και των ηρώων μου και δηλώνει με την πραγματοποίησή του πως μπορεί να υπάρξει κοινωνία με ανθρωπιά μέσα στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, χωρίς τη χρήση βίας: Με τη δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων ομάδων, οάσεων, μέσα στο περιβάλλον του παγιωμένου άγριου καπιταλισμού. Ένας «Τσελεμεντές» είναι, όχι του αναρχικού, αλλά του πώς να μαγειρέψει κανείς μια αναρχοειρηνική επανάσταση, χωρίς μολότωφ. Με τη γνώση της μνήμης. Για σοσιαλιστικές κουζίνες του μέλλοντος. Παραμύθια δηλαδή…

•Γιατί του δώσατε το όνομα “Αμοργός 2027”;

Β.Τ. Το Αμοργός προέκυψε από την καντάτα «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, που μελοποιήθηκε απ’ τον Μάνο Χατζιδάκι και είναι κυρίαρχο το μήνυμά της από το πρώτο άγγιγμα του βιβλίου. Καταρχήν σαν ιδέα, σαν ένα παγκόσμιο όραμα ζωής, έρωτα φωτός, πόνου-θανάτου, ελπίδας- ανάστασης και που μιλά, εν μέσω δύο πολέμων (εποχή που γράφτηκε), για μια άλλη Ελλάδα.

Είμασταν διακοπές στην Αμοργό και διαβάζοντας την Αμοργό του Γκάτσου ένα δειλινό μπρος στο απόλυτο μπλε του Αιγαίου, κι ενώ είχα ήδη φτάσει στη μέση του βιβλίου μου είπα: Νάτο! Με αυτές τις δυο στροφές του…Κύριου Νίκου θα ξεκινήσω το μυθιστόρημα. Κι ο Γιώργος είπε αμέσως, ενώ είχα ήδη δώσει άλλο τίτλο: Τότε να το ονομάσεις Αμοργός! Το λάτρεψα! Έτσι το βιβλίο απέκτησε νονό και όνομα!

Με το 2027 θέλησα να δώσω αν είναι δυνατόν μια ελπίδα στο άμεσο μέλλον. Γιατί η Αμοργός είναι και κυρίαρχος τόπος για το βιβλίο. Εκεί συντελέστηκε στην πραγματικότητα -της μυθοπλασίας μου βέβαια-, το θαύμα μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας σε πείσμα της Κρίσης και της Παγκοσμιοποίησης. Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» που σας έλεγα. Χωρίς βασιλιάδες και στρατούς. Αναίμακτα και Ειρηνικά.

Στην αρχή ( πριν το ταξίδι στην Αμοργό) είχα ονομάσει το βιβλίο «Εγχειρίδιο Ιστορίας για το μικρό πριγκιπά μου» με τον υπότιτλο: γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα… Είχε μπει τότε πρόσφατα στη ζωή μου ένα βιβλίο, σπουδή του ανηψιού μου Γιάννη Κτενά, υποψήφιου διδάκτορα πολιτικής φιλοσοφίας, όπου διάβασα για την Άμεση Δημοκρατία και την φιλοσοφική – πολιτική σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη. Τότε η απαισιοδοξία για την χαμένη αριστερή ιδεολογία μου εξαφανίστηκε και αυτόματα είχα βρει την αισιόδοξη λύση στην τραγωδία των ηρώων μου. Είχα βαρεθεί κι εγώ, όπως κι όλοι μας, εν μέσω της πιο απάνθρωπης κρίσης της χώρας, αυτήν την θεοποιημένη αντίσταση της εποχής του Εφύλιου, της χούντας και της σάπιας μεταπολίτευσής της. 

Με είχαν κουράσει τα πεσιμιστικά και παρελθοντολογικά βιβλία του τύπου και τώρα τί; Άδεια πουκάμισα οι συντρόφοι μας και «μες την υπόγεια την ταβέρνα…δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα». Κι είπα: Αμοργός λοιπόν! Στη μέση του πελάγους η ελπίδα ν’ αχνοφέγγει… Ίσως η ιδεαλιστική Αμοργός μου να είναι χίμαιρα. Ίσως όμως και όχι. Ποιός το ξέρει εκ των προτέρων, αν δεν το δοκιμάσει;

 

Η γραφή έχει τον τρόπο να τραβάει τις μάσκες, όσο προσεκτικά κι αν τις έχουμε φορέσει. Οι ήρωές της που κρύβουν συνήθως εκκωφαντικά μυστικά, μπορεί να είμαστε εσείς κι εγώ.

 

•Πως γράψατε το πρώτο σας διήγημα, σας παρότρυνε κάποιος ή ήταν μία ανάγκη που έπρεπε να ικανοποιήσετε εδώ και χρόνια;

Β.Τ. Ποτέ δεν μου έφτανε η ζωή που είχα. Και είχα μια σχετικά καλή ζωή. Όμως πάντα ήθελα κάτι παραπάνω εκτός απ’ το διάβασμα. Πολιτιστικά, θέατρο, ζωγραφική, κατασκευές. Αλλά το γράψιμο ήταν για μένα πάντα μια ιδιαίτερη ανάγκη. Εκφραζόμουνα με απαισιόδοξα ποιήματα, με ξεκαρδιστικές σάτιρες, με μικρά χρονογραφήματα, με ημερολόγια σε χαρτιά ατάκτως ερριμμένα. Ήταν ανάγκη για μένα.

Αλλά η αφορμή δόθηκε όταν κάποια στιγμή παρακάλεσα τον Διευθυντή των Εκπαιδευτηρίων Πάνου, να μπορέσω να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο για δασκάλους, προκειμένου να συναντήσω την αγαπημένη μου φιλόλογο του Αρσακείου Πατρών, η οποία οργάνωνε τότε, στις αρχές της λειτουργίας του, το Δημοτικό του σχολείου. Είχε κάνει εν τω μεταξύ διδακτορικό στα Παιδαγωγικά στο Καίμπριτζ και από διευθύντρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, έγινε καθηγήτρια Πανεπιστημίου, όταν οι φοίτηση των επαιδευτικών Α’ βάθμιας Εκπαίδευσης έγινε τετραετής. Αυτή ήταν η αιτία, μαζί με τους γονείς μου, ν’ αγαπήσω τη γλώσσα και το βιβλίο. Επειδή λοιπόν απ’ το Λύκειο με ωθούσε να γράφω χρονογραφήματα, μικρά διηγήματα και ποιήματα στο περιοδικό των Αρσακείων «Πολύμνια», ως επίσης και θεατρικά που ανεβάζαμε, με θυμήθηκε αμέσως. Και με ρώτησε: Τί έκανες λοιπόν, απ’ αυτά που λέγαμε; Τότε, κάτι πολύ σουβλερό καρφώθηκε στο στομάχι μου και αποφάσισα να εκτεθώ. Μάλιστα, η βιωματική μου μνήμη την ενέταξε σαν μορφή στο Αμοργός. Παρευρέθηκε, παρ’ όλο το χιονιά, και στην παρουσίαση του βιβλίου μου στην Αθήνα! «Δεν θα το έχανα με τίποτα», μου είπε!

Το πρώτο βιβλίο, το «Μέσα απ’ τον παλιό καθρέφτη», βγήκε με πολύ κόπο, γιατί εκτός του ότι ήμουν πρωτάρα και δεν ήξερα να χειρίζομαι υπολογιστή, είχα να παλέψω με τα δικά μου φαντάσματα που στοίχειωσαν την παιδική και ενήλικη ζωή μου. Ξεκινήσαμε με την αγαπημένη μου φίλη Σάντρα Νούλα να γράφουμε τις ιστορίες των δικών μας διαβάζοντας, σταδιακά, αποσπάσματα από τα σπάργανα των βιβλίων μας, η μια στην άλλη. Η κριτική ματιά του Κώστα Κωτούλα ήταν επίσης πολύ καθοριστική για μένα. Και οι δύο μου έφυγαν… Προχωράω με αυτούς… χωρίς αυτούς.



•Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που έχετε μάθει για τον εαυτό σας χάρη στην συγγραφή;

Β.Τ. Νομίζω πως η λογοτεχνία εκφράζει πράγματα που δεν μπορούν να εκφραστούν με κανέναν άλλο τρόπο. Δύναται επίσης να είναι μια κοινωνική πράξη, όπως κάθε τι που απελευθερώνεται στη Δημόσια σφαίρα. Η λογοτεχνία δίνει ξανά ζωή στους νεκρούς, αναβιώνει ιδέες ή φαντάζεται νέες, καλεί τους αγέννητους και πίνει νερό παρέα με τα φαντάσματα. Η γραφή έχει τον τρόπο να τραβάει τις μάσκες, όσο προσεκτικά κι αν τις έχουμε φορέσει. Οι ήρωές της που κρύβουν συνήθως εκκωφαντικά μυστικά, μπορεί να είμαστε εσείς κι εγώ. Το γράψιμο, βέβαια, είναι και μια μοναχική πορεία μεσ’ το σκοτάδι. Δεν μπορείς να έχεις καμιά σιγουριά γι’ αυτά που γράφεις. Γιατί όπως η ίδια η ζωή και η Ιστορία αναιρεί τις αποφάσεις, τους προγραμματισμούς και τις ιδεολογίες μας, έτσι και το γράψιμο τραβάει σε άλλους δρόμους το μυαλό σου, ανάλογα πολλές φορές με το πώς έρχονται στην πραγματικότητα τα πάνω κάτω, αλλά και στη φαντασία τα πέρα δώθε! Με το διάβασμα και το γράψιμο δεν πλήττεις ποτέ! Όλα αυτά έμαθα σιγά σιγά γράφοντας κι είμαι σίγουρη πως θα μου αποκαλυφθούν κι άλλα πολλά!


Το Αμοργός προέκυψε από την καντάτα «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου και είναι κυρίαρχο το μήνυμά της από το πρώτο άγγιγμα του βιβλίου. Καταρχήν σαν ιδέα, σαν ένα παγκόσμιο όραμα ζωής, έρωτα φωτός, πόνου-θανάτου, ελπίδας- ανάστασης και που μιλά, εν μέσω δύο πολέμων (εποχή που γράφτηκε), για μια άλλη Ελλάδα.


•Συγγραφέας θέλατε να γίνετε από πάντα;

Β.Τ. Όχι! Δεν το είχα σκεφτεί, γιατί ντρεπόμουνα το να… εκδίδομαι! Μόνη μου! (γέλια). Για όλα όμως υπάρχει η πρώτη φορά…

•Είστε ενεργή στο fb, έχετε φίλους και την καθημερινότητά σας με τα εγγόνια σας. Όλα αυτά εμποδίζουν ή εμπλουτίζουν το γράψιμό σας και το διάβασμα;

Β.Τ. Η επικοινωνία, εκτός εξαιρέσεων, ποτέ δεν εμποδίζει τίποτα! Αντίθετα πλουτίζει το μυαλό και το συναίσθημά σου. Σου δίνει ερεθίσματα. Οι ιστορίες όλων των ανθρώπων, οι σκέψεις τους, είναι αφορμές για άπειρες εσωτερικές αναλύσεις που γεννάνε τη συγγραφή. Είμαι εξωστρεφής τύπος. Πάντα μου άρεσε να βρίσκομαι ανάμεσα στους ανθρώπους! Άλλωστε, οι κουβέντες με τον μεγάλο μου εγγονό ήταν και μια από τις αιτίες για να γραφτεί το Αμοργός.

•Ο αγαπημένος σας ήχος της πόλης;

Β.Τ. Αγαπώ όλους τους ήχους της ζωντανής πόλης μου.Τον ήχο του κύματος, το θρόϊσμα των πλατανιών, τα φωναχτά παιχνίδια των παιδιών που πλατσουρίζουν στο Γρίμποβο, των πυροτεχνημάτων στις γιορτές, τον ήχο της φιλαρμονικής στον επιτάφιο, ακόμα και τον ήχο των μεγάφωνων που διαφημίζουν σαν τον παλιό ντελάλη, τον Απόλλωνα, τα διάφορα καλλιτεχνικά γεγονότα ή τους αγώνες του «Αστέρα Ναυπάκτου!».

Πιο πολύ όμως η σκέψη μου τροχοδρομεί όταν ακούω των ήχο των άφθονων γλυκών νερών της πόλης να ενώνονται αναπότρεπτα με την αρμύρα της θάλασσας. Όταν μάλιστα είναι Άνοιξη και κάπου, απ’ το περιβόλι του Νόβα «Λαλούν τ’ αηδόνια», τότε πλαντάζω και μεθώ!

…Ελπίζω να μην κοπούν τώρα με την αναδόμηση του Ξενία και τα υπόλοιπα δέντρα και φύγουν τ’ αηδόνια! Ακόμα δεν μπορώ να ξεπεράσω τα κρίνα…

 

•Ποιες είναι για εσάς οι ιδανικές συνθήκες για να γράψετε και κατά πόσο παραμένει η πόλη μας «εμπνευστική» για εσάς;

Β.Τ. Η πόλη αυτή που ζούμε σε κάνει ποιητή, φωτογράφο, συγγραφέα, ιστορικό, μουσικό, έστω κι αν τίποτα δεν κάνεις φανερά απ’ αυτά, ποτέ! Το νιώθεις αυτό μέσα σου, όταν το βλέμμα σου αγκαλιάζει τα νερά, τις πρασινάδες και τα τείχη, όταν αγωνιάς να τ’ αποτυπώσεις όλα στην ψυχή σου να τα πάρει κάποτε μαζί της, όταν σιγοσφυρίζεις ανεβαίνοντας στα στενά του Κάστρου, όταν σχίζεις με το καϊκάκι την τόκα στην είσοδο του λιμανιού της. Αυτού του θαύματος!

Η δικές μου οι γωνιές είναι το χειμώνα σε ένα τραπεζάκι μπροστά στην τζαμόπορτα, που βλέπει τη θάλασσα και το μεγαλοπρεπές Παναχαϊκό ανάμεσα απ’ τα φυλλώματα του ευκάλυπτου του Πρώτου Δημοτικού. Αυτή η θέα των παιδικών κι εφηβικών μου καλοκαιριών είτε με ήλιους είτε με φεγγάρια μού δίνει μια καταπληκτική σιγουριά και ηρεμία. Συχνά νομίζω πως θ’ ακούσω το τζουκ μποξ της παραλίας να παίζει το «εν’ αστέρι πέφτει πέφτει» και είμαι έτοιμη να ερωτευτώ τα πάντα ξανά! Κι αυτός ο έρωτας βγαίνει στη συγγραφή.

Το καλοκαίρι, μπρος την καθάρια θάλασσα του Σκαλώματος όπου έχω ζήσει όλα τα καλοκαίρια μου (42 χρόνια!), με την οικογένεια μου σε… τροχόσπιτο ανασαίνω, ξεγνοιάζω κι ανασυντάσσομαι. Εκεί εμπνέομαι και σχεδιάζω το θέμα και τη δομή του επόμενου βιβλίου.

•Ποιος είναι εκείνος ο κάτοικος που θεωρείτε local hero και για τον οποίο άνετα θα αφιερώνατε την πλοκή ενός επόμενου βιβλίου σας;

Β.Τ. Καταρχήν και πάνω απ’ όλους είναι ένας κάτοικος Ιδέα! Ο Δον Κιχώτης! Αυτός ο ελεεινός, ιδαλγός ιππότης, που η αύρα του αιωρείται χρόνους πολλούς πάνω απ’ την πόλη μου. Αλλά αυτό το έγραψε κάποιος άλλος(γέλια) και μάλιστα διαχρονικά αριστουργηματικό! Δεν θα μπορούσα…

Σοβαρά τώρα! Όλοι οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να περάσουν, πέρασαν στ’ αλήθεια, ή ζουν στην πόλη, θα μπορούσαν, εν δυνάμει, να είναι! Μάλιστα η σκέψη μου για την αρχή του καινούριου μου βιβλίου είναι κάποια που πέρασε το 1280 από το Κάστρο μας και η περιπλανώμενη στη Μεσόγειο ιστορία των επιγόνων της θα τελειώσει πάλι εδώ, στο σήμερα. …Ημι-local μυθιστορία! Μου αρέσει η βουτιά σε διάφορες ιστορικές χρονικές στιγμές και οι ανατροπές που επιφυλάσσει στους ανθρώπους και στους λαούς ο Χρόνος, η Ιστορία και η μετακίνηση.

•Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;

Β.Τ. Δεν διαβάζω ποτέ στο κρεβάτι! Μόνο τότε που έκλειναν το γενικό οι γονείς μου για να κοιμηθώ, επειδή την άλλη μέρα είχα σχολείο. Τότε, με φακό, διάβαζα ό,τι είχα κρύψει από νωρίς κάτω απ’ το στρώμα. Μαντάμ Μπωβαρύ, Μαγδαληνή Φερά, Φραντζέσκα ντα Ρίμινι και τέτοια πονηρά και ρομαντικά! Τα ογκώδη, όπως το Πόλεμος και Ειρήνη, ο Τελευταίος Πειρασμός, ο Ηλίθιος κ.α δεν χωρούσαν κάτω απ’ το στρώμα. Τα έβγαζα ένα ένα απ’ τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου και τά ‘βαζα στο καλάθι δίπλα στο γραφείο μου με τσαλακωμένα χαρτιά τετραδίων από πάνω, για καμουφλάζ. Έπρεπε να μελετήσω και τα μαθήματα βλέπεις…

Τώρα διαβάζω… καθιστή λογοτεχνικά βιβλία κυρίως -αυτήν την περίοδο μόνο κάνω απιστίες στην καθαρή λογοτεχνία και διαβάζω την ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ του Ρόμπερτ Ντ. Κάπλαν. Αλλά δίπλα στο κρεβάτι μου έχω μόνο Μικρούς ήρωες, Αστερίξ και Μίκυ Μάους. Τα διαβάζω όταν είμαι αγχωμένη και θλιμμένη και έτσι, ανεπαίσθητα, με παίρνει ο ύπνος. Με ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο, στην αθώα και χωρίς προβλήματα παιδική ηλικία.

⌈Αμοργός 2027⌉

Η Ιφιγένεια της Μυθολογίας. Η Ιφιγένεια της Νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας. Οι παράλληλες θυσίες τους. Τέσσερις γενιές από το 1948 εως το 2027 με κεντρική ηρωίδα μια σύγχρονη Ιφιγένεια πορεύονται παράλληλα με την Ιστορία του τόπου.Ένας μεγάλος έρωτας, όνειρα, δράση και απογοήτευση ανάμεσα σε δικτατορίες και κίβδηλες δημοκρατίες. Το χθές και το σήμερα με τις δογματικές αγκυλώσεις τους.

 Η κατάντια ενός ολόκληρου λαού.

Το παιδί που τελικά γλιτώνει…

 

 

Η Βασιλική Κοζώνη Τουμπάνου γεννήθηκε στην Αθήνα, ζει στη Ναύπακτο με το Γιώργο, τις κόρες της και τα εγγόνια της. 

 

 

Σχετικά άρθρα